- προδιηθώ
- -έω, Α(πιθ. αντί τού προσδιηθῶ) σουρώνω, στραγγίζω, φιλτράρω κάτι προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διηθῶ «στραγγίζω, διϋλίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek